- μακροτέρα
- μακροτέρᾱ , μακρόςlongfem nom/voc/acc comp dualμακροτέρᾱ , μακρόςlongfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακροτέρᾳ — μακροτέρᾱͅ , μακρός long fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρότερα — μακρός long neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροτέρας — μακροτέρᾱς , μακρός long fem acc comp pl μακροτέρᾱς , μακρός long fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροτέραν — μακροτέρᾱν , μακρός long fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρότερ' — μακρότερα , μακρός long neut nom/voc/acc comp pl μακρότερε , μακρός long masc voc comp sg μακρότεραι , μακρός long fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
ορθοπυγιώ — ὀρθοπυγιῶ, άω (Α) [ορθοπύγιον] ορθώνω τα οπίσθια («ὀρθοπυγιᾱν ὅταν ἡ γυνὴ ἑαυτὴν ἐπαίρῃ, πρὸς τὸ μακροτέρα φαίνεσθαι», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
Παπαρρηγόπουλος, Δημήτριος — (Αθήνα 1843 – 1873). Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Π., θεωρείται από τους τυπικούς εκπρόσωπους της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής. Το πρώτο του δημοσίευμα τιτλοφορείται Σκέψεις ενός ληστού ή καταδίκη της κοινωνίας … Dictionary of Greek
μακροτέραις — μακρός long fem dat comp pl μακροτέρᾱͅς , μακρός long fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)